ροδέλα

ροδέλα
η, Ν
τεχνολ. ο παράκυκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rondella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροδέλα — η μικρός κύκλος, συνήθως από μέταλλο, που χρησιμεύει για το σφίξιμο μιας βίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράκυκλος — ό, ΝΑ νεοελλ. 1. το εμβαδόν ή η επιφάνεια που περιέχεται μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων 2. βιολ. η μακρόχρονη εγκατάσταση, σε ένα μόνο είδος δέντρου, ενός εντόμου τού οποίου ο αναπαραγωγικός κύκλος περιλαμβάνει κανονικά τη διαδοχική μετανάστευση… …   Dictionary of Greek

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • χαρούπα — η, Ν ναυτ. χοινικίδα, αλλ. ροδέλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”